αναλυτικός

αναλυτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάλυση: Αναλυτική εξέταση αίματος.
2. λεπτομερειακός: Συντάχθηκε από το υπουργείο Παιδείας το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων των γυμνασίων και λυκείων της χώρας.
3. στη λογική, «αναλυτική μέθοδος» (ή επαγωγή), αυτή που από τις μερικές περιπτώσεις πάει στις γενικές, συνάγει νόμους κτλ.
4. «αναλυτική γεωμετρία», εφαρμογή της άλγεβρας στη γεωμετρία.
5. «αναλυτικές γλώσσες», αυτές που εκφράζουν αναλυτικά (με προθέσεις, αντωνυμίες, βοηθητικά ρήματα) και με περιφράσεις τις διάφορες έννοιες και δεν τις συμπτύσσουν σε σφιχτές φράσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναλυτικός — analytical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτικός — ή, ό (Α ἀναλυτικός, ή, όν) [ἀναλύτης] ο σχετικός με την ανάλυση νεοελλ., λεπτομερής, εξονυχιστικός, διεξοδικός …   Dictionary of Greek

  • ἀναλυτικά — ἀναλυτικός analytical neut nom/voc/acc pl ἀναλυτικά̱ , ἀναλυτικός analytical fem nom/voc/acc dual ἀναλυτικά̱ , ἀναλυτικός analytical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτικῶν — ἀναλυτικός analytical fem gen pl ἀναλυτικός analytical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτικόν — ἀναλυτικός analytical masc acc sg ἀναλυτικός analytical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτικοῖς — ἀναλυτικός analytical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτικοῦ — ἀναλυτικός analytical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτικῆς — ἀναλυτικός analytical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτικῇ — ἀναλυτικός analytical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλυτική — ἀναλυτικός analytical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”