- αναλυτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάλυση: Αναλυτική εξέταση αίματος.2. λεπτομερειακός: Συντάχθηκε από το υπουργείο Παιδείας το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων των γυμνασίων και λυκείων της χώρας.3. στη λογική, «αναλυτική μέθοδος» (ή επαγωγή), αυτή που από τις μερικές περιπτώσεις πάει στις γενικές, συνάγει νόμους κτλ.4. «αναλυτική γεωμετρία», εφαρμογή της άλγεβρας στη γεωμετρία.5. «αναλυτικές γλώσσες», αυτές που εκφράζουν αναλυτικά (με προθέσεις, αντωνυμίες, βοηθητικά ρήματα) και με περιφράσεις τις διάφορες έννοιες και δεν τις συμπτύσσουν σε σφιχτές φράσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.